- σουρωτήρι
- τό1) цедилка; дуршлаг; фильтр; 2) перен. пьяница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουρωτήρι — σουρωτήρι, το και σειρωτήρι, το στραγγιστήρι, τρυπητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουρωτήρι — το, Ν 1. τρυπητό, μαγειρικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα φαγητών ή άλλων παρασκευασμάτων 2. μτφ. (για πρόσ.) μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουρώνω + επίθημα τήρι (πρβλ. τρυπη τήρι)] … Dictionary of Greek
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
σειρωτήρι — το, Ν το σουρωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρώνω + επίθημα τήρι (βλ. και λ. σουρωτήρι)] … Dictionary of Greek
αποσούρωμα — το ό,τι μένει στο σουρωτήρι μετά το σούρωμα … Dictionary of Greek
διέραμα — διέραμα, το (Α) 1. στραγγιστήρι, σουρωτήρι 2. χοάνη που χρησιμοποιούσαν στο φόρτωμα σταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < διερώ ( άω) «στραγγίζω, φιλτράρω»] … Dictionary of Greek
εντρίχωμα — ἐντρίχωμα, το (Α) 1. οι τρίχες τών βλεφάρων, βλεφαρίδες 2. κόσκινο, τρίχινο σουρωτήρι, στραγγιστήρι … Dictionary of Greek
ηθητήρας — ο (Α ἠθητήρ, ῆρος) [ηθώ] το όργανο με το οποίο διηθούμε, διυλίζουμε, ο ηθμός, το στραγγιστήρι, το σουρωτήρι … Dictionary of Greek
ηθητήριος — α, ο (Α ἠθητήριος, ον) [ηθητήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στη διήθηση, στη στράγγιση, στο σούρωμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo ἠθητήριον ο ηθητήρας, ο ηθμός, το στραγγιστήρι, το σουρωτήρι («ἐν ἠθητηρίοις πλεκτοῑς», Στράβ.) … Dictionary of Greek
ηθμοειδής — ές (AM ἠθμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. ανατ. 1. «ηθμοειδές οστό» μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα τής βάσης τού κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
κυρτίς — κυρτίς, ίδος, ἡ (Α) [κύρτος] 1. αλιευτικό δίχτυ 2. στραγγιστήρι, σουρωτήρι («χυλίζεται δὲ κοπεῑσα ἡ ῤίζα καὶ διὰ κυρτίδος», Διοσκ.) … Dictionary of Greek